- ἔμπρακτα
- ἔμπρακτοςwithin one's power to doneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έθιμο — Κάθε ομαδική αντίληψη ή πίστη που εκδηλώνεται έμπρακτα και επανειλημμένα, ώστε να αποτελεί παράδοση (για παράδειγμα, η νύφη πρέπει να φορά πέπλο στον γάμο). Ένα άλλο γνώρισμα του ε. είναι πως αυτό συνιστά μια αυθόρμητη εκδήλωση, με την έννοια πως … Dictionary of Greek
έμπρακτος — η, ο (AM ἔμπρακτος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που εκδηλώνεται στην πράξη («έμπρακτη αγάπη, φιλανθρωπία κ.λπ.») 2. (νομ.) «έμπρακτη μετάνοια» μετάνοια που εκδηλώνεται με αποζημίωση προς τον αδικημένο μσν. (νομ.) (για αξίωμα) αυτός που ασκείται αρχ.… … Dictionary of Greek
ανθενωτικός — ή, ό αυτός που αντιτίθεται στην ένωση ή και προσπαθεί έμπρακτα να την εμποδίσει … Dictionary of Greek
λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… … Dictionary of Greek
πήδημα — το, ΝΜΑ [πηδώ] 1. το να πηδάει κάποιος ή η απόσταση που καλύπτει με την κίνησή του, το άλμα 2. φρ. «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» αν μπορείς απόδειξε έμπρακτα τους κομπασμούς σου νεοελλ. η συνουσία, η όχευση αρχ. 1. αναπήδηση, ανασκίρτηση 2.… … Dictionary of Greek
παναραβισμός — Μία από τις πλέον παρεξηγημένες ίσως έννοιες στη σύγχρονη διεθνή ιστορία είναι η έννοια του αραβισμού, δηλαδή του σύγχρονου εθνικισμού των Αράβων, που στηρίζεται στην έννοια του αραβισμού ή του αραβικού έθνους. Το κριτήριο της εθνικής ταυτότητας … Dictionary of Greek
φούρκα — (I) η, ΝΜΑ 1. διχαλωτός πάσσαλος, δικράνι 2. αγχόνη, κρεμάλα νεοελλ. 1. οργή, θυμός που δεν έχει εκδηλωθεί έμπρακτα, μνησικακία («η φούρκα του δεν περιγράφεται») 2. φρ. α) «τόν έχω φούρκα» τόν έχω μανία, είμαι εξοργισμένος εναντίον του β) «μέ… … Dictionary of Greek
Βριένιοι — Γαλλικός ηγεμονικός οίκος, που ιδρύθηκε στα τέλη του 10ου αι. στην πόλη Μπριέν της Γαλλίας. Ο οίκος αυτός έχει συνδέσει το όνομά του με την Αθήνα, καθώς πολλοί εκπρόσωποί του υπήρξαν δούκες της στα χρόνια της φραγκοκρατίας. Οι σημαντικότεροι ήταν … Dictionary of Greek
Γκαμελέν, Μορίς Γκουστάβ — (Maurice Gustave Gamelin, 1872 – 1958). Γάλλος στρατιωτικός. Αποφοίτησε από τη στρατιωτική σχολή του Σεν Σιρ το 1893 και από τη σχολή αξιωματικών του γαλλικού επιτελείου το 1899. Την περίοδο 1902 11 υπηρέτησε στο επιτελείο του Ζοφρ, ενώ το 1914… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek